Στο μυαλό του ποιητή
Εμπειρίες, βιώματα, σκέψεις και αφιερώματα του ποιητή, πλεγμένα με λέξεις και στίχους. Εικόνες από μία άλλη Ελλάδα• μία Ελλάδα της κατοχής, του Παγκοσμίου Πολέμου, της Χούντας, καθώς και προβλήματα που άπτονταν της καθημερινότητας του τότε και του σήμερα.
Ο Μικρός Φυγάς του 1946
ξεκίνησα κάποτε από τη Σύρα,
μέσα σε ένα παλιό χαρτόκουτο,
όλο το βιος μου επήρα.
~
Επήγα όπου οδήγησε,
τα βήματα μου η μοίρα.
~
Και αν σήκωνα στη πλάτη μου,
της φτώχιας το μαρτύριο,
παράνομος δε πέρασα,
ποτέ απ’ το δικαστήριο.
~
Τα ήθη και τα έθιμα,
τα πατρικά εκράτησα,
και ήμουνα αξιότιμος,
όπου το πόδι επάτησα.
~
Είδα πολλά, έπαθα πολλά,
είδα χιλιάδες μπόρες,
δάκρυα είχα στα μάτια μου,
τις πιο πολλές μου ώρες.
~
Αυτόν το δρόμο που ξεκίνησα,
θα τον τραβήξω ίσια,
ώσπου να φτάσω στις σκιές,
κάτω απ’ τα κυπαρίσσια.
16 Μαρτίου 1964 – Ιωάννης Γ. Βαρθαλίτης)
Πήρα Ευχή
επήρα την ευχή,
στην Παναγιά στο Πεισκοπιό
είπα μια προσευχή.
~
Πήρα το άρμα της ζωής,
περήφανα περπάτησα,
ήμουνα αξιότιμος,
όπου το πόδι επάτησα.
~
Την αδικία εγνώρισα,
τη φυλακή δεν είδα,
πρόσεχα – και παράνομο,
δε μ’ έπιασε η τσιμπίδα.
~
Ποτέ δεν έκανα κακό,
δε πείραξα κανένα,
μοιραίως ακολούθησα,
της τύχης τα γραμμένα.
~
Δεν έψαχνα να βρω πολλά,
κοίταγα να τη περάσω,
το δίκιο και την ανθρωπιά
δε θέλω να ξεχάσω.
~
Με βοήθησε η Παναγία,
τον δρόμο πήρα ίσια,
όσο και αν με κούρασαν,
της μοίρας τα καπρίτσια.
2 Φεβρουαρίου 1998 – Ιωάννης Γ. Βαρθαλίτης)
Σύρα – Ο Τελευταίος Βράχος Σου
για τον τελευταίο βράχο σου
που τον χτυπάει το κύμα,
για τη κάθε σου κορυφή ή αμμουδιά,
για κάθε άγρια αετοφωλιά,
θα γράψω ένα ποίημα.
~
Κάτι μου λέει μέσα μου,
για εσέ γλυκιά Πατρίδα,
πως είσαι η πιο όμορφη
απ’ όλες όσες είδα.
Γι’ αυτό ζηλέψανε πολλοί,
τη χάρη που σου δώσανε,
και γύρω-γύρω πέσανε
και σε περικυκλώσανε.
~
Εσύ είσαι η πιο όμορφη,
μου αρέσει ο κάθε βράχος,
και με γεμίζει με χαρά,
σαν περπατώ μονάχος.
Μόλις αντικρίζω τα βουνά σου,
αμέσως φεύγει γρήγορα,
από μέσα μου το άγχος.
~
Όταν αντικρίζω τη κάνανε εκεί,
οι γονείς μας για να ζήσουνε,
κυλώντας πέτρες προσπαθήσανε,
το χώμα να κρατήσουνε,
και άλλα πολλά παράξενα.
Σκληρούς αγώνες Σύρα μου,
για να μη σε εγκαταλείψουνε.
~
Και άλλα πολλά παράξενα,
αλλά πολιτισμένα,
έδειξε και εδίδαξε,
η πατρίδα μου σε ‘μένα.
Γράμματα και διδάγματα,
που μείνανε γραμμένα,
οι πέτρες και το χώμα σου,
ας είναι ευλογημένα.
~
Είσαι γλυκιά και σ’ αγαπώ,
το λέω κι επιμένω,
μου μοιάζει το τοπίο αυτό,
το πιο αγαπημένο.
Τοπίο που μένει αξέχαστο,
και πολυμαγεμένο.
29 Οκτωβρίου 1992 – Ιωάννης Γ. Βαρθαλίτης)
Τα Χρόνια Μου τα Παιδικά
ποτέ μου δε τα ξέχασα,
ακόμα τώρα σκέφτομαι,
τι είχα και τι έχασα.
~
Πάνω στους βράχους έτρεχα,
με κέφι και χαρά,
δεν είχα ακόμη συναντήσει,
το πόνο και τη συμφορά.
~
Τα δάκτυλα μου ετσάκιζα,
στις πέτρες και στ’ αγκάθια,
μα πάντοτε χαρούμενα,
ήταν τα δυο μου μάτια.
~
Σαλιάγγοι, χόρτα ετρώγαμε,
και σπάνια το κρέας,
και όμως τα χρόνια μου αυτά,
ήταν τα πιο ωραία.
~
Χαρούπια εροκανίζαμε,
και σύκα ξεραμένα,
μα ήτανε χαρούμενη,
αυτή η ζωή για μένα.
~
Έφερνα γύρω το χωριό,
πολλές χιλιάδες μέτρα,
και ήταν εκεί το έδαφος,
στρωμένο όλο με πέτρα.
~
Το Βολακάκι από τη μια,
ο Γλήνος απ’ την άλλη,
τοποθεσία αξέχαστη,
δεν αγαπάω άλλη.
24 Ιουλίου 1989 – Ιωάννης Γ. Βαρθαλίτης)
Της Κατοχής το Όραμα
στα μάτια μου συχνά περνά,
θυμίζοντας μου τα παλιά,
στα χρόνια μου τα παιδικά,
και το μυαλό μου δε ξεχνά,
η σκέψη μου στη κατοχή γυρνά.
~
Μες τα χωράφια του Μπουζίνη,
εκεί ξεπέζευαν τα κάρα,
σε τάφους ομαδικούς συχνά,
κουβάλαγαν το χάος του θανάτου,
μες τους μεγάλους,
αθώα παιδιά.
~
Κουβαλά του αθλίου κόσμου τη λαχτάρα,
στου Χαρτουλάρη τα χωράφια,
κουβαλά εκεί νεκρούς αράδα,
στα μάτια τους καιρούς πικρίας,
των εγκληματιών πολέμου,
μια απαίσια πικρή ιστορία,
μέσα στο σάλπισμα του ανέμου.
~
Ανδριάντες και σταυρούς με ονόματα,
δεν είχαν οι ήρωες οι αφανείς,
τη φυγή τους με άθλιο τρόπο,
δε συλλογίστηκε κανείς,
κάποιοι θα σκάψουν κάποια μέρα,
παιδιών τα κόκκαλα χιλιάδων,
κατάλευκα θα βγουν στον αέρα.
~
Του κόσμου το βάρβαρο το χάος,
“πέτρινα τα χρόνια εκείνα” θα πουν,
θάνατος, που λαίμαργα καταβρόχθισε η μοίρα,
τα αθώα πλάσματα εκείνα,
στη σκιά του θανάτου που θέρισε η πείνα.
14 Ιανουαρίου 1993 – Ιωάννης Γ. Βαρθαλίτης)
Χωριό Μου Ήρθα Έστω Αργά
πως ήμουν κάτοικος σου,
καλλιεργούσα και όργωνα,
το χώμα το δικό σου.
~
Απάτη ήταν τ' όνειρο,
νύχτα, ψευτιά γεμάτη,
αφού απ' τη γη σου έφυγα,
μ' ένα σακί στη πλάτη.
~
Και το σακί ήταν σταυρός,
που πήρα και περπάτησα,
γιατί πολλά είδα κι έπαθα,
στη ξένη γη που πάτησα.
~
Χωριό μου σ' ονειρεύτηκα,
σε ώρα περασμένη,
δε ζει, δε ξαναγίνεται,
κάτι που πια πεθαίνει.
~
Θα 'ρθω στα τελευταία μου,
για να ξεκουραστώ,
στη γη που δεν εχόρτασα,
θα 'ρθω να κοιμηθώ.
Συμβολαιογράφος Αθηνών - Μ.Κ. 01 Απριλίου 2015
Ιωάννης Γ. Βαρθαλίτης)
Αφιέρωμα στο Μάρκο Βαμβακάρη
τον τόπο να γνωρίσω,
το σπίτι που γεννήθηκες,
ήρθα να προσκυνήσω.
~
Χίλια σκαλιά ανέβηκα,
και στον Σαν Τζόρτζι βγήκα,
ρωτώντας στην περιοχή,
το πατρικό σου εβρήκα.
~
Πλησίασα ευλαβικά,
στη πόρτα προσευχήθηκα,
και πράγματα ένα σωρό,
για σένανε εθυμήθηκα.
~
Το όνομα σου εφώναξα,
σου είπα ένα τραγούδι,
στην έρημη αυλόπορτα,
έριξα ένα λουλούδι.
~
Τις νοσταλγίες που μ' έπνιγαν,
ήθελα ν' αποκρούσω,
γλυκά τη Φραγκοσυριανή,
περίμενα ν' ακούσω.
~
Τελείωσα το προσκύνημα,
με βουρκωμένα μάτια,
και σα μουγκός κατέβηκα,
τα χίλια σκαλοπάτια.
~
Η επίσκεψη μου θύμισε,
παλιά και περασμένα,
ήταν στο στήθος μαχαιριά,
όλα αυτά για μένα.
~
Γεια σου Μάρκο αθάνατε,
με τις γλυκιές πενιές σου,
της δόξας πνεύμα εμείνανε,
η μέρες οι δικές σου.
29 Οκτωβρίου 1992 – Ιωάννης Γ. Βαρθαλίτης)
Αφιέρωμα στους Αρχαίους Αθηναίους
θα κάνω προσκλητήριο,
με τους σοφούς αρχαίους,
ένα συλλαλητήριο.
~
Τον Θεμιστοκλή, τον Περικλή,
τον Πλάτωνα και τον Αλκιβιάδη,
να δούνε πως κατάντησε ο πολιτισμός,
την πόλη τους ρημάδι.
~
Τον Καλλικράτη με τα σχέδια,
και τον σοφό Ικτίνο,
να δούνε πως συλήστηκε άγρια,
το θαύμα τους εκείνο.
~
Τον Δάμωνα, τον γλύπτη, να καλέσουμε,
και τον τεχνικό Φειδία,
να δούνε τα ακρωτηριασμένα αγάλματα,
πως φαίνονται όλο αηδία.
~
Τελευταίο θα καλέσουμε,
και τον σοφό Σωκράτη,
να δει τους νεοέλληνες,
τι σφάλματα ασυγχώρητα,
τους φόρτωσαν στη πλάτη.
~
Να πάρεις βόλτα δάσκαλε σοφέ,
ψηλά βουνά και θάλασσες,
Βόρειους και Νότιους Πόλους,
με μια κανάτα κώνειο να μας ποτίσεις όλους.
17 Ιανουαρίου 1987 – Ιωάννης Γ. Βαρθαλίτης)
Η Γεροντική Γωνιά Μου
αδέρφια, συγγενείς, παιδιά μου,
τους έχω όλους μακριά μου.
Στη μοναξιά της νύχτας,
ο πόνος σφίγγει τη καρδιά μου.
~
Η γεροντική αυτή γωνιά,
είναι η συντροφιά μου,
με παίρνει ο ύπνος που αργεί,
ότι είμαι πάντα μοναχή,
βλέπω και στα όνειρα μου.
~
Νωρίς αράζω στη γωνιά μου,
τη μοναξιά μου κλαίω,
τα παράπονα της μοναξιάς,
όσο και αν με πληγώνουνε,
ποτέ μου σε κανέναν δε τα λέω.
~
Αυτή η μοναχική γωνιά,
αυτή είναι η κατοικία μου,
το κόσμο τον έχω μακριά μου,
σφίγγω το πόνο στη καρδιά μου,
μα έχω την αξία μου.
~
Παρακαλώ τον ύψιστο Θεό,
να έχει καλά παιδιά και εγγόνια μου,
εγώ θα ζήσω μοναχή στο σπίτι αυτό,
τα υπόλοιπα τα χρόνια μου.
Θέλω να με επισκέπτονται τα εγγόνια μου.
~
Να είναι καλά προσεύχομαι,
τα εγγόνια και παιδιά μου,
θα βγαίνουνε βροχή οι ευχές,
από τα βάθη της καρδιάς μου.
Τα βάσανα μου, τα κρατάω για δικά μου.
8 Οκτωβρίου 2007
Συμβολαιογράφος Αθηνών - Μ.Κ. 6 Δεκεμβρίου 2008
Ιωάννης Γ. Βαρθαλίτης)
Οι Αθάνατοι του Γένους Νεκροί
είσαι ανεξάντλητη πηγή,
απ’ τους αρχαίους χρόνους,
λαμπρά παλικάρια φρουρούν,
την ωραία των προγόνων μας – γη.
~
Κάθε κορυφή της, χαμηλή ή ψιλή,
έχει στοιχίσει πολλά παλικάρια
και αίμα ηρώων πολύ.
Έχει γράψει σελίδες χιλιάδες,
η υπερήφανη ετούτη φυλή.
~
Από τους Μαραθωνομάχους,
στους τριακόσιους Σπαρτιάτες,
της αιώνιας Ελλάδας προστάτες.
Χιλιάδες χρόνια κρατάνε,
τις ψυχές μας – ευγνωμοσύνη γεμάτες.
~
Η Αλαμάνα, το Μεσολόγγι, το Αρκάδι,
τα Δερβενάκια, ο πόλεμος του 40,
και άλλα πολλά που γινήκαν λαμπάδες,
να διαλύσουν της σκλαβιάς το σκοτάδι.
Κάθε γωνιά της Ελλάδας και έναν σημάδι.
~
Κόκαλα, δάκρυα και αίμα,
από χιλιάδες αθανάτους νεκρούς.
Το δέντρο της λευτεριάς μεγαλώνει,
στις νέες γενεές για να δώσει,
τους ωραίους, της δόξας, καρπούς.
29 Οκτώβρη 1992 – Ιωάννης Γ. Βαρθαλίτης)
Οι Γερανοί του Ιβύκου
από των αιώνων τα βάθη,
ο άνθρωπος• το ζώο το λογικό,
διέπραττε εγκλήματα και λάθη.
~
«Αγαπημένα μου πουλιά» είπε ο Ίβυκος,
με απελπισία στα στήθια,
από εσάς στην ερημιά,
ζητώ κάποια βοήθεια.
~
Ο καλλιτέχνης Ίβυκος ως μουσικός,
να παίξει πήγαινε στην αρχαία Επίδαυρο,
σε κάποια χορωδία,
εις βάρος του διεπράχθη, μια φοβερή ληστεία.
~
Οι δυο ληστές για το κακό,
αμέσως εσυμφώνησαν,
και τον Ίβυκο άγρια,
στο δρόμο εδολοφόνησαν.
~
Η χορωδία άργησε,
ο κόσμος επερίμενε, ο Ίβυκος δεν εφάνει,
χτυπημένος από τους ληστές,
είχε ο φτωχός πεθάνει.
~
Μα ας το σκεφτεί ο άνθρωπος,
που φθάνει στο απροχώρητο,
ότι ποτέ το έγκλημα δε μένει ατιμώρητο,
και μένει ασυγχώρητο.
~
Με τους παρακολουθούντες εις το θέατρον,
ιδού η ειρωνεία, ήταν και οι διαπράξαντες,
του Ίβυκου την άγρια αυτή δολοφονία,
κοιτάζοντας ειρωνικά όλων την αγωνία.
~
«Τιμόθεε, Τιμόθεε» είπε ο ένας εξ αυτών,
«εδώ πετούν οι Γερανοί,
οι σύντροφοι του Ιβύκου,
όσο για μας επέσαμε, εις τη φωλιά του λύκου».
~
Οι δολοφόνοι συνελήφθησαν,
ομολόγησαν αδίστακτα αυτό το έγκλημα τους,
θρηνώντας για τα χάλια τους,
είδανε όμως να κυλούν, στο χώμα τα κεφάλια τους.
~
Η εκτέλεση τους ήταν γρήγορη,
επροχωρούσαν κλαίγοντας, εχάσανε το θάρρος,
και απάλλαξε το σώμα τους,
της κεφαλής το βάρος.
(Σκέψεις…)
29 Οκτωβρίου 1992 – Ιωάννης Γ. Βαρθαλίτης)
Του 21 οι Ήρωες
όλοι έχουν πεθάνει,
με έναν γκρα στα χέρια τους,
και ένα γιαταγάνι.
~
Το τόπο αυτό ελευθερώσανε,
έδιωξαν τους πασάδες,
μα πάλι απ’ το εξωτερικό,
μας φέραν βασιλιάδες.
~
Τον Όθωνα εφέρανε,
και την κυρ’ Αμαλία,
παιδιά γαλαζοαίματα,
από την Βαυαρία.
~
Είχανε φίδια άτιμα,
που λέει κάποιος μύθος,
με έχθρα εξουσίαζαν,
το πεινασμένο πλήθος.
~
Τους Ήρωες αρπάξανε,
σα να ήτανε ληστές,
στα σίδερα ερίξανε,
τους ελευθερωτές.
~
Το ’21 έγραψε λαμπρές,
χρυσές σελίδες,
μα οι μεγιστάνες έστησαν,
στους Ήρωες παγίδες.
~
Στις εξορίες τους έστειλαν,
τους πήγαν φυλακή,
έτσι ξανά θεριέψανε,
στο τόπο αυτό οι κακοί.
~
Η Αμαλία, ο Όθωνας,
γυρνούσαν με καμάρι,
τους Ήρωες και τους αγωνιστές,
ο χαμός τους είχε πάρει.
~
Οι Ήρωες στις φυλακές,
εσάπιζαν από την ασιτία,
οι άρπαγες απολαμβάνανε,
την ανεξαρτησία.
~
Οι βασιλείς και οι ακόλουθοι,
με μπότες και μαστίγια,
στους ελευθερωτές εφέρθηκαν,
σα να ‘ταν υποζύγια.
~
Αυτοί οι γαλαζοαίματοι,
ήρθανε και λερώσανε,
το τόπο που με το αίμα τους,
άλλοι ελευθερώσανε.
~
Φωνάξανε εισαγγελείς,
προέδρους και μαρτύρους,
για να δικάσουν Ήρωες,
πολύ μεγάλου κύρους.
~
Μετά την απελευθέρωση,
τέτοια πολλά συμβαίνανε,
και οι μεγάλοι Ήρωες,
όλοι άδοξα πεθαίνανε.
~
Μετά από 40 χρόνια,
δέησε να δικαιωθούνε,
οι μεγάλοι ελευθερωτές,
δικαίως να δοξασθούνε.
~
Μεγάλοι του γένους,
της καρδιάς των Ελλήνων γραμμένοι,
από τα κόκαλα σας βγαλμένη,
είναι η λευτεριά η δοξασμένη.
~
Μετά θάνατο γίνονται,
ανδριάντες, αναγνωρίσεις και δάφνες πολλές,
των ανθρώπων οι ιδέες,
ξεπλυμένες, κακές και θολές.
~
Οι Σερσέτης και Πολυζωίδης,
οι δικαστές που κάλεσαν οι γύπες,
για να δικάσουνε τους Ήρωες,
της δόξας και της λευτεριάς,
εκρύβανε στο στήθος τους,
τη φλόγα ελληνικής καρδιάς,
τη φλόγα της παλικαριάς.
~
Σερσέτης και Πολυζωίδης,
δυο παλικάρια με καρδιά,
δε δέχτηκαν να φορτωθούνε,
του έθνους μια κατάρα βαριά.
29 Οκτωβρίου 1992 – Ιωάννης Γ. Βαρθαλίτης)
Ύμνος Προς τους Ήρωες του Πολυτεχνείου
σε τόπο Ιερό,
ένδοξο Πολυτεχνείο,
θα μείνεις πάντα λαμπερό.
~
Οι δάφνες και τα στέφανα,
πάντα θα σε στολίζουν,
στις επόμενες γενεές,
το δρόμο θα φωτίζουν.
~
Της μαύρης χούντας θύματα,
δίχως σπαθιά και ξίφη,
τα τανκς αντιμετώπισαν,
με τα γυμνά τους στήθη.
~
Πολύ σκληρά παλέψατε,
το λυσσαλέο τέρας,
τη πιο ιερά αποστολή,
εφέρατε εις πέρας.
~
Όλοι, νεκροί και ζωντανοί,
του ένδοξου αγώνα,
λαμπάδες που φεγγοβολούν,
τον εικοστό αιώνα.
~
Αυτό το φως της λευτεριάς,
έργο είναι δικό σας,
αντάξιο προσκύνημα,
ταιριάζει στο βωμό σας.
~
Σ’ αυτές τις σκάλες,
που στον ήλιο γυαλίζουν,
πληγωμένων παιδιών,
οι πληγές αναβλύζουν.
~
Θυσία λαμπρή και ένδοξη,
χώρος Αγίας θυσίας,
ευθέως μεταβάλλεται,
τόπος κοινής λατρείας.
~
Της χούντας έργο θλιβερό,
αισχρή δολοφονία,
τις πράξεις και τα έργα τους,
ας κρίνει η κοινωνία.
~
Κρεμάλα ετοιμάσετε,
για όλους τους προδότες,
φασίστες του Χιτλερισμού,
που δε φορούσαν μπότες.
~
Πολυτεχνείο αθάνατο,
δόξα στους ήρωες σου,
φωτίζεις την Ελλάδα,
με τις ανταυγιές σου.
~
Θα μείνεις για πάντα φωτεινό,
στη θαμπή κοινωνία,
θα μείνεις ωραίο στολίδι,
και τόπος λατρείας.
~
Μανούλες με μαύρα,
και δάκρυ ποτίζουν,
τις σκάλες που όλοι,
με άνθη στολίζουν.
~
Της χούντας το έργο,
χυδαίο και αισχρό,
βωμός και σφαγείο,
αθώων παιδιών.
~
Το έργο των προδοτών,
γελοίο και αισχρό,
σ’ ένα σφαγείο μετέτρεψαν,
τον ιερό τόπο αυτό.
24 Φεβρουαρίου 1982 – Ιωάννης Γ. Βαρθαλίτης)
Η Μοίρα το Προστάζει
η μια μέρα να χάνεται
και άλλη να χαράζει.
Ο Ήλιος με απλοχεριά,
τροχιά να μην αλλάζει.
Μόνο ο δόλιος άνθρωπος,
μόνο αυτός πειθάρχησε,
στης φύσης του το νόμο,
να ‘τος εδώ και χάνεται,
πάντα στον ίδιο δρόμο.
Μικρό ταξίδι και άβολο,
με δύσκολα περάσματα,
η φύση έφτιαξε πολλά,
ζωή και πλούτο χάρισε,
μα έφτιαξε και χαλάσματα.
Σε κάποιο σημείο κάποτε,
οι δρόμοι συναντιούνται,
χειμώνας ίσως και άνοιξη,
αλύπητα χτυπιούνται.
23 Φεβρουαρίου 1993 – Ιωάννης Γ. Βαρθαλίτης)
Η Παλιά μου Γνωριμία
είδα στο παράθυρο της,
την κοιτάζω, της μιλάω,
μα αλλού έχει το μυαλό της.
~
Μια λέξη απ’ το παράθυρο,
αντήχησε στ’ αυτιά μου,
«Δε σε γνωρίζω κύριε,
και φύγε μακριά μου».
~
Όταν εγύρισα ξανά να δω,
τα μάτια της εκείνα,
το όμορφο της το κορμί,
το έκρυψε η κουρτίνα.
~
Η λέξη επαναλαμβάνεται:
«Δε σε γνωρίζω κύριε,
μη κάνεις φασαρία,
η δεσποινίς που εγνώριζες,
τώρα έγινε κυρία».
3 Μαΐου 1978 – Ιωάννης Γ. Βαρθαλίτης)
Θάλασσα και Στερέωμα
και η θάλασσα τελειώνει,
‘κεί ταξιδεύει ο πόνος μου,
και ο καημός με λιώνει.
~
Εκεί όπου αγκαλιάζονται,
θάλασσα και στερέωμα,
να κλαίω γι’ αυτό που έχασα,
έχω και εγώ δικαίωμα.
~
Του ορίζοντα η καταχνιά,
κρύβει καημούς και δάκρυα,
κι αγάπες που ξεχάστηκαν,
στης γης την άλλη άκρια.
16 Ιουλίου 1982 – Ιωάννης Γ. Βαρθαλίτης)
Καταστροφή
έχει αποθρασυνθεί,
εντατικά εργάζεται,
για τη καταστροφή.
~
Παράλογα είναι όλα του,
πράξεις για το συμφέρον,
το φέρσιμο το μαρτυρούν,
των νέων μα και των γέρων.
~
Μας περιτύλιξε η οργή,
η έχθρα και το πάθος,
άνθρωπος ανεξερεύνητος,
το είναι του όλο λάθος.
~
Άνθρωπε με τα λάθη σου,
και τη πλεονεξία,
έχεις προσβάλει τη ζωή,
που έχει μεγάλη αξία.
23 Φεβρουαρίου 1993 – Ιωάννης Γ. Βαρθαλίτης)
Ο Γέρος
που γνώρισα έναν γέρο,
εδάκρυσαν τα μάτια μου,
χωρίς να τον εξέρω.
~
Μια συμβουλή στον άνθρωπο
γράφω, προτού γεράσει,
να τη διαβάζει πάντοτε,
να μη την εξεχάσει.
~
Άμα γεράσει ο άνθρωπος,
δε τον εσυμπαθούνε,
τον θάνατο παρακαλούν,
να τον ξεφορτοθούνε.
~
Γι’ αυτό και κράτα γέροντα,
τα περιουσιακά σου,
γιατί μια μέρα θα βρεθείς,
στο δρόμο απ’ τα παιδιά σου.
~
Ο μεγαλύτερος εχθρός,
γίνεται το παιδί του,
και ο φίλος ο καλύτερος,
είναι η σύνταξη του.
~
Άμα γεράσει ο άνθρωπος
και δεν αυτοσυντηρείται,
καλύτερα ο θάνατος,
παρά να τυραννείται.
~
Σε μία γωνιά τον βάζουνε,
τον φουκαρά τον γέρο,
και για να τον κοιτάζουνε
χρειάζεται συμφέρον.
~
Άμα γεράσει ο άνθρωπος
και φύγουν τα παιδιά του,
του είναι απαραίτητο,
να ‘χει τη συντροφιά του.
~
Αν φύγει ο ένας απ’ τους δυο,
ο άλλος γίνεται κουρέλι,
ο ένας τον σπρώχνει από τη μια,
και ο άλλος δε τον θέλει.
~
Τη συμβουλή μου ανέλυσε,
και μη την εξεχάσεις,
να την διαβάζεις πάντοτε,
αλλά προτού γεράσεις.
14 Ιανουαρίου 1993 – Ιωάννης Γ. Βαρθαλίτης)
Οι Καταπατητές των Λαών
φτιάξαν οι αφεντάδες,
για να κοιμίζουν τους λαούς,
χρεώσαν τους παπάδες.
~
Ιεραποστόλους έστειλαν,
με τον σταυρό στο χέρι,
όπου δεν έπιανε ο σταυρός,
δούλευε το μαχαίρι.
~
Φυλές και ράτσες χώρισαν,
τους κάναν υποζύγια,
στην όποια τους αντίδραση,
δούλευαν τα μαστίγια.
~
Ο Ήλιος όταν έβγαινε,
σε όλους τη Γη φανέρωνε,
μα οι άρχοντες χορταίνανε,
και ο φτωχός τη πλέρωνε.
~
Για να πείσουν ότι έκαναν σωστά,
τον μακρινό καιρό εκείνο,
άγιο πατέρα ανέδειξαν,
τον Άγιο Κωνσταντίνο.
~
“Εν τούτο νίκα” εφώναζαν,
με υψωμένο χέρι,
κάτω απ’ τον τίμιο σταυρό,
κρυβόταν το μαχαίρι.
~
Έστειλαν ιεραπόστολους,
έστειλαν σταυροφόρους,
ακόμη και στις μέρες μας,
στέλνουνε μισθοφόρους,
πιστούς στο λόγο του Θεού,
και στο σπαθί μαστόρους.
29 Οκτωβρίου 1992 – Ιωάννης Γ. Βαρθαλίτης)
Παράθυρο
φυσούσε με μανία,
κοίταγα ένα παράθυρο,
την θέα του. με ηρεμία.
~
Μία σκιά που εσάλεψε,
πίσω απ’ τις κουρτίνες,
θυμάμαι οι πιο οδυνηρές,
οι ώρες μου εκείνες.
~
Ορίστε η εξέλιξη,
του δεύτερου του γύρου,
κλείσανε τα εξώφυλλα,
με μιας του παραθύρου.
~
Ενώ φυσάει ο βοριάς,
κοιτώ στο παραθύρι,
μονάχος δίχως έλεος,
η αγωνία με φθείρει.
23 Φεβρουαρίου 1993 – Ιωάννης Γ. Βαρθαλίτης)
Ποιοι Είναι Αυτοί οι Εχθροί
που μου είπαν να σκοτώσω,
κάποια εξήγηση σωστή ζητώ,
βοηθήστε με στο θέμα αυτό να δώσω.
~
Ποιοι είναι οι εχθροί αυτοί,
ποια της ηλικίας μου παιδιά,
κάπου αλλού θα διασκεδάζαμε μαζί,
με τη χαρούμενη καρδιά.
~
Είπαν σε αυτόν, είπαν σε μένα,
πως είμαστε δύο εχθροί,
και σβήνει η έχθρα από τα στήθη,
όταν θα πέσουμε νεκροί.
~
Χρήμα, συμφέροντα και δόξα,
οπλίζουνε το κάθε χέρι,
ποιοι είναι του κακού προφήτες,
αυτή η σφαγή άλλους συμφέρει.
~
Ένας κατάλογος μακρύς,
με των νεκρών τα ονόματα,
ο όρος “υπέρ πίστεως και πατρίδος”,
δάφνες και στεφανώματα.
~
Τα μετά θάνατον αστεία,
ήρωες και σφαγείς της γης,
φτιάχνουνε τα συμφέροντα σας,
κακά παιχνίδια της οργής.
~
Δεν υπάρχουν πουθενά εχθροί,
οι άρπαγες αυτού του κόσμου,
δεν αφήνουνε το κάθε άνθρωπο να δει,
ποτέ ειρήνη, πρόοδο και προκοπή.
~
Αυτά είναι τα κατορθώματα,
που φτιάχνουνε του κόσμου οι φαγάδες,
για να ευλογούνε τα όπλα του πολέμου,
συνεργάζονται με τους ευσεβείς παπάδες.
Συμβολαιογράφος Αθηνών - Μ.Κ. 19 Ιουλίου 2001
Βαρθαλίτης Γ. Ιωάννης)
Το περιβόλι του Θεού
είναι αυτή η γη που ζούμε,
μα εμείς το καταστρέφουμε,
και το λεηλατούμε.
~
Ζώα διάφορα έστειλε ο Θεός,
να το καλλιεργούνε,
απ’ την πληθώρα των καρπών,
να τρώνε και να ζούνε.
~
Μα ο άνθρωπος, το ζώο το λογικό,
δυνάστεψε τα άλλα,
τη γη γρήγορα εστόλισαν,
προβλήματα μεγάλα.
~
Γρήγορα τα έργα του Θεού,
εγίνανε κομμάτια,
τ’ όμορφο περιβάλλον του,
εγέμισε αγκάθια.
~
Άλλαξαν τα ζώα τα λογικά,
νόμοι θεϊκοί και ιστορίες,
φτιάχτηκαν κράτη, σύνορα,
και αυτοκρατορίες.
~
Οι άνθρωποι άφησαν τα παλιά,
και τα αρχαία κάστρα,
πυραύλους κατασκεύασαν,
για ν’ ανεβαίνουν στ’ άστρα.
~
Στον ουρανό ανεβήκανε,
και τα ιερά συλήσανε,
το λόγο και τα έργα του Θεού,
τα περιφρονήσανε.
~
Άρχισε σιγά-σιγά ο άνθρωπος,
να βλέπει πια το χάλι του,
και τ’ άστρα να γκρεμίζονται,
να πέσουν στο κεφάλι του.
29 Οκτωβρίου 1992 – Ιωάννης Γ. Βαρθαλίτης)
Φουρτούνα
τα κύματα σηκώνονται βουνά,
κάποιο λιμάνι σωτηρίας,
δε φαίνεται από πουθενά.
Δύσκολος δρόμος δίχως ελπίδα,
πώς θα γυρίσουμε ξανά;
Ώ! Τι χαρά να αντικρίσεις,
κάποια ξηρά, κάποια βουνά.
~
Σπάσαν’ του πλοίου τα κατάρτια,
η καμινάδα σα με μαχαίρι έχει κοπεί,
τα συρματόσχοινα σφυρίζουν,
τα κύματα δε κάνουν διακοπή.
Νερά και αφροί μας εσκεπάζουν,
που η γεύση τους είναι πικρή,
πως νοσταλγούσα να πατήσω,
κάποια ξηρά, όσο μικρή.
~
Κάποτε αρχίζει να κοπάζει.
Μετ' από τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
γίνεται κάποια διακοπή,
είχε το πλοίο μας κινδυνέψει,
δύο• στη μέση να κοπεί.
Γήπεδο το κατάστρωμα του πλοίου,
όλα έχουνε παρασυρθεί,
τα ξάρτια, τα σχοινιά είχαν κοπεί.
~
Κάποτε φάνηκε μια ξέρα,
διακρίναμε κάποια ξηρά,
ήταν ο τόπος που πηγαίναμε,
πλημυρισμένοι τότε από χαρά.
Μπήκαμε μέσα στο λιμάνι,
με ένα πλοίο γεμάτο φθορά,
γλυτώσαμε όμως εμείς,
μας είδε η τύχη και αυτή τη φορά.
~
Η χαρά στο ξένο λιμάνι,
δε κράτησε τόσο πολύ,
για επισκευή θα πάμε το πλοίο,
μας ήρθε καινούρια εντολή.
Το ξεφόρτωμα αρχίζει ταχέως,
το φορτίο του είναι πολύ,
σκέφτομαι τα νέα ταξίδια,
σε δύση και ανατολή.
~
Λιμάνια θα βρούμε χιλιάδες,
φουρτούνες, μπουνάτσες και κύματα,
στο πλοίο ταξιδεύουν μαζί μας,
φόβοι και μεγάλα προβλήματα.
Μαζί μας, συμπλέουν στο σκάφος,
γέλια, χαρές και αμαρτήματα,
του πελάγους οι σκοτούρες,
μου έχουν γίνει μεγάλα μαθήματα.
27 Οκτωβρίου 1992 – Ιωάννης Γ. Βαρθαλίτης)
Χιόνι
είναι ένα σάβανο λευκό,
σκεπάζει όρη και πεδιάδες,
που σε πολλούς κάνει κακό.
~
Το χιόνι είναι ευτυχία,
ποτίζει κάμπους και βουνά,
δίχως νερό στο κόσμο μας,
τίποτα δεν ζει• και πουθενά.
~
Όμως σκεπάζοντας τα πάντα,
τα παίρνει όλα στην αγκαλιά του,
ο άνθρωπος απελπισμένος,
βλέπει την άγρια ομορφιά του.
~
Είναι παγίδα του θανάτου,
το χιόνι όταν επιτεθεί,
κάνει αγώνα το κάθε πλάσμα,
από αυτό για να σωθεί.
~
Κάτω από το άσπρο πέπλο,
βρίσκουν το θάνατο χιλιάδες,
από παγίδες που τις κρύβει,
ως τις φοβερές χιονοστιβάδες.
~
Τα βόρεια μέρη υποφέρουν,
από τον εφιάλτη το λευκό,
που προξενεί στο πέρασμα του,
κάθε λογής και οργής κακό.
~
Αυτή η βροχούλα η παγωμένη,
σαν είναι λίγη, είναι ωραία,
όταν είναι πολύ, είν’ οργή θεού,
γιατί εξελίσσεται μοιραία.
~
Είσαι ωραίο και σε αγαπάμε,
μας φέρνεις όμως συμφορές,
όταν θα ‘ρθεις σα καταιγίδα•
σε είδαμε άγριο πολλές φορές.
~
Γιατί τα πάντα τα σκεπάζεις,
με το λευκό σου το σεντόνι,
όποια ζωή απομονώσεις,
κάτω από ‘σένα, δε γλυτώνει.
~
Κατά καιρούς έχουμε ακούσει,
λευκές θλιμμένες ιστορίες,
κι ένα σωρό για σάβανα λευκά,
διαβάζαμε χιλιάδες μαρτυρίες.
~
Χιόνι σε βλέπω και τρομάζω,
φόβο μου φέρνεις και σκοτούρα,
τα όσα άκουσα για σένα,
γυρίζουν στο μυαλό μου σα τη σβούρα.
~
Λευκό χιονάκι ευλογημένο,
σε κατηγόρησα πολύ,
απ’ όσα άκουσα και είδα,
κουράζεις του ανθρώπους πολύ.
27 Οκτωβρίου 1992 – Ιωάννης Γ. Βαρθαλίτης)
Αυτό είναι ένα μικρό δείγμα από κατοχυρωμένα ποιήματα, διαλεγμένα από τον ίδιο τον ποιητή ή την οικογένεια του.